- κτηνοτροφικός
- η , ό животноводческий, скотоводческий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κτηνοτροφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κτηνοτροφία ή στον κτηνοτρόφο (α. «κτηνοτροφικά προϊόντα» τα προϊόντα τής κτηνοτροφίας, όπως κρέας, μαλλί, γαλακτοκομικά κ.ά. β. «κτηνοτροφικά φυτά» τα φυτά που χρησιμοποιούνται άμεσα ή σε διατηρημένη μορφή … Dictionary of Greek
κτηνοτροφικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κτηνοτροφία ή τον κτηνοτρόφο: Έχει πολλά κτηνοτροφικά προϊόντα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τουαρέγκ — Νομαδικός πληθυσμός της Σαχάρας, που ζει κυρίως στο Μάλι και στον Νίγηρα. Ανθρωπολογικά είναι Βέρβεροι μιγάδες από μαύρους. Τα άτομα της φυλής αυτής είναι ψηλού αναστήματος, δολιχοκέφαλοι και έχουν σκουρόχρωμη επιδερμίδα. Οι παλαιότεροι πρόγονοί… … Dictionary of Greek
κτηνοτρόφος — ο (AM κτηνοτρόφος, ον) 1. (για τόπο ή χώρα) αυτός στον οποίο τρέφονται πολλά ζώα, ο κατάλληλος για εκτροφή και ευδοκίμηση ζώων (α. «κτηνοτρόφος περιοχή» β. «γῆ κτηνοτρόφος ἐστί», ΠΔ) 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η κτηνοτρόφος αγρότης που έχει… … Dictionary of Greek
Ζωγράφος, Δημήτριος — (1871 – 1940). Συγγραφέας. Διετέλεσε προϊστάμενος του γραφείου γεωργικών δημοσιεύσεων του υπουργείου Γεωργίας. Έγραψε πολλά έργα, κυρίως γεωργικού περιεχομένου, τα κυριότερα από τα οποία είναι: Ιστορία της Ελληνικής Γεωργίας, Ιστορία της ιδρύσεως … Dictionary of Greek
ζωοτροφικός — ή, ό κτηνοτροφικός: Ζωοτροφικές εγκαταστάσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)